- ἀνήκεις
- ἀ̱νήκεις , ἀνέωplup ind act 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἀνήκωto have come up topres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλάση — η (λ. λατ.), σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, κατηγορία, ομάδα: Σε ποια στρατολογική κλάση ανήκεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)